Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Baked potato
01
ψητή πατάτα, πατάτα ψημένη με τη φλούδα της
a potato cooked with its skin on
Παραδείγματα
He had a baked potato with his steak for dinner.
Είχε μια ψητή πατάτα με το μπριζόλα του για δείπνο.
The baked potato was topped with cheese and chives.
Η ψητή πατάτα ήταν γαρνιρισμένη με τυρί και σχοινόπρασο.



























