LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Baked egg
/bˈeɪkt ˈɛɡ/
/bˈeɪkt ˈɛɡ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "baked egg"
Baked egg
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
egg cooked individually in cream or butter in a small ramekin
word family
baked egg
baked egg
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
baked beans
baked alaska
baked
bake
baize
baked goods
baked potato
bakehouse
bakelite
baker
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App