LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Portulaca
/pˌɔːtjʊlˈakə/
/pˌoːɹtʃəlˈækə/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "portulaca"
Portulaca
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a plant of the genus Portulaca having pink or red or purple or white ephemeral flowers
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
portuguese man-of-war
portuguese heath
portuguese guinea
portuguese escudo
portuguese cypress
portulaca grandiflora
portulaca oleracea
portulacaceae
portunidae
portunus
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App