LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Poniard
/pˈəʊnɪəd/
/pˈoʊnɪɚd/
Noun (1)
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "poniard"
Poniard
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a dagger with a slender blade
to poniard
ΡΉΜΑ
01
stab with a poniard
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
pongo pygmaeus
pongo
pongee
pongamia glabra
pongamia
pons
pons asinorum
pons varolii
ponselle
ponstel
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App