Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pollinator
01
επικονιαστής, πολινιαστής
an animal, typically an insect or a bird, that transfers pollen from one flower to another
Λεξικό Δέντρο
pollinator
pollinate
pollen
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
επικονιαστής, πολινιαστής
Λεξικό Δέντρο