Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Backscratcher
01
ξύστρα πλάτης, ανακουφιστικό του κνησμού
a long-handled scratcher for scratching your back
02
πρόσωπο που είναι πρόθυμο να ανταλλάξει χάρες ή υπηρεσίες για αμοιβαίο όφελος, ξύστρα πλάτης
someone who is willing to trade favors or services for mutual advantage
Λεξικό Δέντρο
backscratcher
back
scratcher



























