LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Picking
/pˈɪkɪŋ/
/ˈpɪkɪŋ/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "picking"
Picking
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the act of picking (crops or fruit or hops etc.)
02
the quantity of a crop that is harvested
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
pickguard
pickford
picketing
picket ship
picket line
pickings
pickle
pickle barrel
pickle relish
pickle soup
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App