Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Phone booth
01
τηλεφωνικός θάλαμος, θάλαμος τηλεφώνου
an enclosed place with a public phone that someone can pay to use
Dialect
American
Παραδείγματα
She stepped into the phone booth to make a private call.
Μπήκε στο τηλεφωνικό θάλαμο για να κάνει μια ιδιωτική κλήση.
He found an old phone booth on the street and decided to use it.
Βρήκε μια παλιά τηλεφωνική καμπίνα στο δρόμο και αποφάσισε να τη χρησιμοποιήσει.



























