LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Petiole
/pˈɛtɪˌəʊl/
/pˈɛɾɪˌoʊl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "petiole"
Petiole
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the slender stem that supports the blade of a leaf
word family
petiole
petiole
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
petfood
peter out
petechia
petcock
petaurus
petiolule
petit battement
petit bourgeois
petit dejeuner
petit four
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App