Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pet peeve
01
προσωπική ενόχληση, εκνευρισμός
something that annoys or bothers someone on a personal levelsomething that annoys or bothers someone on a personal level
Παραδείγματα
Her pet peeve is when people do n’t reply to messages.
Το προσωπικό της ενοχλητικό είναι όταν οι άνθρωποι δεν απαντούν σε μηνύματα.
His biggest pet peeve is loud chewing.
Το μεγαλύτερο ενόχλημά του είναι το δυνατό μασήσι.



























