Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
personal effects
/pˈɜːsənəl ɪfˈɛkts/
/pˈɜːsənəl ɪfˈɛkts/
Personal effects
01
προσωπικά αντικείμενα, προσωπικές περιουσίες
a person's belongings such as jewelry, clothing, etc.
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
προσωπικά αντικείμενα, προσωπικές περιουσίες