Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Perfect participle
01
παθητική μετοχή, τετελεσμένη μετοχή
a verb form that expresses an action that has been completed prior to another point in time
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
παθητική μετοχή, τετελεσμένη μετοχή