Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pejorative
01
υποτιμητικός, απαξιωτικός
having a negative or belittling connotation
Παραδείγματα
She used pejorative language to describe her rival's work.
Χρησιμοποίησε υποτιμητική γλώσσα για να περιγράψει το έργο της ανταγωνίστριάς της.
The term became pejorative over time, losing its neutral tone.
Ο όρος έγινε υποτιμητικός με το πέρασμα του χρόνου, χάνοντας τον ουδέτερο τόνο του.
Pejorative
01
υποτιμητικός όρος, απαξιωτική λέξη
language intended to belittle
Παραδείγματα
" Spinster " is now considered a pejorative.
“Γεροντοκόρη” θεωρείται πλέον υποτιμητικός όρος.
The review was filled with pejoratives aimed at the director.
Η κριτική ήταν γεμάτη υποτιμητικές εκφράσεις που απευθύνονταν στον σκηνοθέτη.
Λεξικό Δέντρο
pejoratively
pejorative



























