pejorative
pe
πα
jo
ˈʤɔ
τζο
ra
ρα
tive
tɪv
τιβ
British pronunciation
/pəd‍ʒˈɒɹətˌɪv/

Ορισμός και σημασία του "pejorative"στα αγγλικά

pejorative
01

υποτιμητικός, απαξιωτικός

having a negative or belittling connotation
example
Παραδείγματα
She used pejorative language to describe her rival's work.
Χρησιμοποίησε υποτιμητική γλώσσα για να περιγράψει το έργο της ανταγωνίστριάς της.
The term became pejorative over time, losing its neutral tone.
Ο όρος έγινε υποτιμητικός με το πέρασμα του χρόνου, χάνοντας τον ουδέτερο τόνο του.
01

υποτιμητικός όρος, απαξιωτική λέξη

language intended to belittle
example
Παραδείγματα
" Spinster " is now considered a pejorative.
“Γεροντοκόρη” θεωρείται πλέον υποτιμητικός όρος.
The review was filled with pejoratives aimed at the director.
Η κριτική ήταν γεμάτη υποτιμητικές εκφράσεις που απευθύνονταν στον σκηνοθέτη.

Λεξικό Δέντρο

pejoratively
pejorative
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store