Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
personal computer
/pˈɜːsənəl kəmpjˈuːɾɚ/
/pˈɜːsənəl kəmpjˈuːtə/
Personal computer
01
προσωπικός υπολογιστής
a compact electronic device designed for individual use, capable of performing various tasks such as word processing, internet browsing, and multimedia applications
Παραδείγματα
The PC on his desk is equipped with a high-performance processor and ample storage for his work tasks.
Ο προσωπικός υπολογιστής στο γραφείο του είναι εξοπλισμένος με έναν επεξεργαστή υψηλής απόδοσης και αρκετό χώρο αποθήκευσης για τις εργασίες του.
She uses her PC to edit photos, stream videos, and communicate with friends online.
Χρησιμοποιεί τον προσωπικό της υπολογιστή για να επεξεργάζεται φωτογραφίες, να μεταδίδει βίντεο και να επικοινωνεί με φίλους στο διαδίκτυο.



























