Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Parking ticket
01
πρόστιμο στάθμευσης, εισιτήριο στάθμευσης
a notice issued by authorities, typically a fine, given to a driver for violating parking regulations
Παραδείγματα
He received a parking ticket for leaving his car in a no-parking zone.
Έλαβε ένα πρόστιμο στάθμευσης γιατί άφησε το αυτοκίνητό του σε απαγορευμένη για στάθμευση ζώνη.
She had to pay a hefty parking ticket after parking in a restricted area.
Έπρεπε να πληρώσει ένα ακριβό πρόστιμο στάθμευσης αφού παρκάρει σε απαγορευμένη ζώνη.



























