Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
parental
01
γονικός, σχετικός με τη γονική μέριμνα
related to parents or the role of parenting
Παραδείγματα
The parental responsibility of providing for children's needs is paramount.
Η γονική ευθύνη για την παροχή των αναγκών των παιδιών είναι υπέρτατη.
They attended a parental workshop to learn effective parenting techniques.
Παρευρέθηκαν σε ένα γονικό εργαστήριο για να μάθουν αποτελεσματικές τεχνικές γονικής μέριμνας.
02
γονικός, των γονέων
designating the generation of organisms from which hybrid offspring are produced
Λεξικό Δέντρο
parentally
parental
parent



























