Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Paper clip
01
συνδετήρας, κλιπ χαρτιού
a small, thin piece of bent wire or plastic used for holding together sheets of paper
Παραδείγματα
She used a paper clip to keep the documents organized.
Χρησιμοποίησε ένα συνδετήρα για να κρατήσει τα έγγραφα οργανωμένα.
He bent a paperclip into a makeshift key.
Έσκισε ένα συνδετήρα για να φτιάξει ένα προσωρινό κλειδί.



























