Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pair of tweezers
/pˈɛɹ ʌv twˈiːzɚz/
/pˈeəɹ ɒv twˈiːzəz/
Pair of tweezers
01
τσιμπιδάκι, λαβίδα
a hand tool for holding consisting of a compound lever for grasping
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
τσιμπιδάκι, λαβίδα