LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Auxin
/ˈɔːksɪn/
/ˈɔːksɪn/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "auxin"
Auxin
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a plant hormone that promotes root formation and bud growth
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
auxiliary verb
auxiliary storage
auxiliary route
auxiliary research submarine
auxiliary pump
auxinic
av
av receiver
avadavat
avahi
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App