LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Oyster shell
/ˈɔɪstə ʃˈɛl/
/ˈɔɪstɚ ʃˈɛl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "oyster shell"
Oyster shell
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a shell of an oyster
word family
oyster shell
oyster shell
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
oyster plant
oyster park
oyster mushroom
oyster fungus
oyster fish
oyster stew
oyster stuffing
oyster-fish
oystercatcher
oysterfish
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App