Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
open-source
01
ανοικτού κώδικα, ανοιχτός
(computing) describing a computer program whose source code is available to everyone
Παραδείγματα
The team decided to use an open-source software for the new project.
Η ομάδα αποφάσισε να χρησιμοποιήσει ένα ανοικτού κώδικα λογισμικό για το νέο έργο.
Many developers contribute to the open-source community.
Πολλοί προγραμματιστές συνεισφέρουν στην κοινότητα ανοικτού κώδικα.



























