Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
one-handed
01
μονόχειρος, με το ένα χέρι
using or possessing only one hand for tasks, activities, or actions
Παραδείγματα
The one-handed chef skillfully chopped vegetables with precision using only his left hand.
Ο μονόχειρος σεφ έκοψε επιδέξια τα λαχανικά με ακρίβεια χρησιμοποιώντας μόνο το αριστερό του χέρι.
Sarah, a one-handed pianist, amazed the audience with her ability to play complex melodies using only her right hand.
Η Σάρα, μια μονόχειρη πιανίστρια, εντυπωσίασε το κοινό με την ικανότητά της να παίζει πολύπλοκες μελωδίες χρησιμοποιώντας μόνο το δεξί της χέρι.



























