LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Olla
/ˈɒlɐ/
/ˈɑːlə/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "olla"
Olla
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
leaf or strip from a leaf of the talipot palm used in India for writing paper
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
olivine
olivier salad
olivenite
olivelike
olive-sized
olla podrida
ollari
ollie
olm
olmec
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App