LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Oil painter
/ˈɔɪl pˈeɪntə/
/ˈɔɪl pˈeɪntɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "oil painter"
Oil painter
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a painter who uses oil paints
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
oil paint
oil of wintergreen
oil of vitriol
oil of turpentine
oil of cloves
oil painting
oil palm
oil pastel
oil pipeline
oil pressure
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App