LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Oil nut
/ˈɔɪl nˈʌt/
/ˈɔɪl nˈʌt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "oil nut"
Oil nut
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
oily drupaceous fruit of rabbitwood
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
oil meal
oil lamp
oil industry
oil heater
oil gland
oil of cloves
oil of turpentine
oil of vitriol
oil of wintergreen
oil paint
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App