LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Oil heater
/ˈɔɪl hˈiːtə/
/ˈɔɪl hˈiːɾɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "oil heater"
Oil heater
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
heater that burns oil (as kerosine) for heating or cooking
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
oil gland
oil geologist
oil future
oil furnace
oil filter
oil industry
oil lamp
oil meal
oil nut
oil of cloves
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App