Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
off and on
01
διαλείποντας, ακανόνιστα
in a way that is not continuous or regular
Παραδείγματα
The internet connection at my house works off and on, causing occasional disruptions.
Η σύνδεση internet στο σπίτι μου λειτουργεί διαλείπτικα, προκαλώντας περιστασιακές διακοπές.
She studies on and off, depending on her workload and other commitments.
Μελετά κατά διαστήματα, ανάλογα με το φόρτο εργασίας και άλλες υποχρεώσεις της.



























