Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Off-white
01
οφ-λευκό, ελεφαντόδοντο
a shade of white the color of bleached bones
off-white
01
οξυγάλακτο, ελεφαντόδοντο
having a white color with gray or yellow undertones
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
οφ-λευκό, ελεφαντόδοντο
οξυγάλακτο, ελεφαντόδοντο