LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Nut butter
/nˈʌt bˈʌtə/
/nˈʌt bˈʌɾɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "nut butter"
Nut butter
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
ground nuts blended with a little butter
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
nut bread
nut bar
nut and bolt
nut
nusku
nut case
nut driver
nut grass
nut house
nut pine
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App