Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
auditory modality
/ˈɔːdɪtˌoːɹi moʊdˈælɪɾi/
/ˈɔːdɪtəɹˌi məʊdˈalɪti/
Auditory modality
01
ακουστική τροπικότητα, ακουστική ικανότητα
the ability to hear; the auditory faculty
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ακουστική τροπικότητα, ακουστική ικανότητα