Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
attender
/ɐtˈɛnʃən dˈɛfɪsˌɪt dɪsˈɔːdə/
Attention deficit disorder
01
διαταραχή ελλειμματικής προσοχής, υπερκινητικότητα με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής
a neurological condition characterized by difficulty in sustaining attention, hyperactivity, and impulsivity, typically diagnosed in childhood and often persisting into adulthood
Παραδείγματα
Children with attention deficit disorder may struggle to stay focused in class.
Τα παιδιά με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής μπορεί να δυσκολεύονται να παραμείνουν συγκεντρωμένα στην τάξη.
Treatment for attention deficit disorder often includes behavioral therapy and medication.
Η θεραπεία για τη διαταραχή ελλειμματικής προσοχής συχνά περιλαμβάνει συμπεριφορική θεραπεία και φάρμακα.



























