LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Navane
/nˈaveɪn/
/nˈæveɪn/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "navane"
Navane
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a tranquilizer (trade name Navane) used to treat schizophrenia
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
naval weaponry
naval unit
naval underwater warfare center
naval tactical data system
naval surface warfare center
nave
nave arcade
navel
navel orange
navel point
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App