LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Atrial artery
/ˈatɹɪəl ˈɑːtəɹi/
/ˈætɹɪəl ˈɑːɹɾɚɹi/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "atrial artery"
Atrial artery
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the branch of the coronary artery that supplies the muscles of the atria
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
atrial
atreus
atresia
atrazine
atrabilious
atrial auricle
atrial fibrillation
atrial septal defect
atrichornis
atrichornithidae
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App