LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Natural endowment
/nˈatʃəɹəl ɛndˈaʊmənt/
/nˈætʃɚɹəl ɛndˈaʊmənt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "natural endowment"
Natural endowment
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
natural abilities or qualities
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
natural enclosure
natural elevation
natural disaster
natural depression
natural covering
natural event
natural family planning
natural fiber
natural fibre
natural gas
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App