Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Nationality
01
εθνικότητα
the state of legally belonging to a country
Παραδείγματα
Her nationality is French, but she has lived in Canada for many years.
Η υπηκοότητα της είναι Γαλλική, αλλά ζει στον Καναδά για πολλά χρόνια.
The form asks for your nationality and place of birth.
Η φόρμα ζητά την ιθαγένειά σας και τον τόπο γέννησης.
02
εθνικότητα, εθνική καταγωγή
people having common origins or traditions and often comprising a nation
Λεξικό Δέντρο
nationality
nat



























