LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Muster in
/mˈʌstəɹ ˈɪn/
/mˈʌstɚɹ ˈɪn/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "muster in"
to muster in
ΡΉΜΑ
01
engage somebody to enter the army
discharge
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
muster call
muster
mustelus norrisi
mustelus mustelus
mustelus
muster out
muster roll
muster up
musth
mustiness
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App