Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Musician
01
μουσικός, οργανοπαίκτης
someone who plays a musical instrument or writes music, especially as a profession
Παραδείγματα
As a musician, he finds inspiration in everyday sounds and rhythms.
Ως μουσικός, βρίσκει έμπνευση σε καθημερινούς ήχους και ρυθμούς.
She 's not just a musician, but also a talented songwriter.
Δεν είναι απλώς μια μουσικός, αλλά και ταλαντούχος τραγουδοποιός.
02
μουσικός, καλλιτέχνης μουσικής
someone who is musically gifted
Λεξικό Δέντρο
musicianship
musician
music



























