Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Moviegoer
01
κινηματογραφόφιλος, τακτικός θεατής κινηματογράφου
someone who, on a regular basis, goes to the cinema
Dialect
American
Παραδείγματα
The moviegoer eagerly awaited the release of the latest blockbuster film.
Ο κινηματογραφόφιλος περίμενε με ανυπομονησία την κυκλοφορία της τελευταίας ταινίας blockbuster.
She considers herself a dedicated moviegoer, often spending weekends at the cinema catching up on new releases.
Θεωρεί τον εαυτό της μια αφοσιωμένη κινηματογραφόφιλη, που συχνά περνά τα σαββατοκύριακα στον κινηματογράφο για να δει τις νέες κυκλοφορίες.



























