Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to mouth off
[phrase form: mouth]
01
παραπονιέμαι δυνατά, γκρινιάζω
to complain or speak loudly in an immoderate way
Παραδείγματα
He mouthed off about the bad food the entire night.
Αυτός παραπονέθηκε για το κακό φαγητό όλη τη νύχτα.
They kept mouthing off about the price increases.
Συνέχιζαν να παραπονιούνται δυνατά για τις αυξήσεις των τιμών.
02
μιλώ αγενώς, απαντώ με ασέβεια
to speak rudely or disrespectfully, especially to someone in authority
Παραδείγματα
She mouthed off to the teacher and got detention.
Αυτή μίλησε αγενώς στον δάσκαλο και πήρε τιμωρία.
Do n't mouth off to your boss; you'll regret it.
Μην μιλάς αγενώς στον αφεντικό σου· θα το μετανιώσεις.



























