LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Mixable
/mˈɪksəbəl/
/mˈɪksəbəl/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "mixable"
mixable
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
(chemistry, physics) capable of being mixed
immiscible
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
mix-up
mix up in
mix up
mix it up
mix in
mixed
mixed bag
mixed blessing
mixed bud
mixed climbing
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App