LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Mired
/mˈaɪəd/
/ˈmaɪɹd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "mired"
mired
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
entangled or hindered as if e.g. in mire
involved
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App