LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Minium
/mˈɪnɪəm/
/ˈmɪniəm/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "minium"
Minium
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a reddish oxide of lead (Pb3O4) used as a pigment in paints and in glass and ceramics
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
minisubmarine
minisub
ministry
ministration
ministrant
minivan
miniver
mink
mink coat
minke whale
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App