Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
at length
01
λεπτομερώς, για πολλή ώρα
in great detail or for a long time
Παραδείγματα
She spoke about her experiences at length during the interview.
Μίλησε για τις εμπειρίες της λεπτομερώς κατά τη διάρκεια της συνέντευξης.
The professor explained the concept at length to ensure understanding.
Ο καθηγητής εξήγησε την έννοια λεπτομερώς για να διασφαλίσει την κατανόηση.



























