LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Metonymical
/mˌɛtənˈɪmɪkəl/
/mˌɛtənˈɪmɪkəl/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "metonymical"
metonymical
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
using the name of one thing for that of another with which it is closely associated
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
metonymic
metonym
metis
metier
meticulousness
metonymically
metonymy
metope
metopion
metoprolol
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App