LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Melilotus
/mˈɛlɪlˌɒtəs/
/mˈɛlɪlˌɑːɾəs/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "melilotus"
Melilotus
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
erect annual or biennial plant grown extensively especially for hay and soil improvement
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
melilot
melicytus
melicoccus
melicocca bijugatus
melicocca bijuga
melilotus alba
melilotus officinalis
melina mercouri
melinae
meliorate
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App