Meddle
volume
British pronunciation/mˈɛdə‍l/
American pronunciation/ˈmɛdəɫ/

Ορισμός και Σημασία του "meddle"

to meddle
01

intrude in other people's affairs or business; interfere unwantedly

download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store