Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
mechanized
01
μηχανοποιημένος, αυτοματοποιημένος
using machines to perform tasks that were previously done by hand
Παραδείγματα
The mechanized farm uses machines to plant and harvest crops.
Η μηχανοποιημένη φάρμα χρησιμοποιεί μηχανήματα για τη φύτευση και τη συγκομιδή των καρπών.
Mechanized tools make the job faster and reduce the need for manual labor.
Τα μηχανοποιημένα εργαλεία κάνουν τη δουλειά πιο γρήγορα και μειώνουν την ανάγκη για χειρωνακτική εργασία.
02
μηχανοποιημένος, αυτοματοποιημένος
powered by machines or motors to perform tasks automatically, instead of by hand
Παραδείγματα
The mechanized loom weaves fabric much faster than hand looms.
Ο μηχανοποιημένος αργαλειός υφαίνει ύφασμα πολύ πιο γρήγορα από τους χειροκίνητους αργαλειούς.
The factory uses mechanized equipment to assemble the parts.
Το εργοστάσιο χρησιμοποιεί μηχανοποιημένο εξοπλισμό για τη συναρμολόγηση των εξαρτημάτων.
Λεξικό Δέντρο
unmechanized
mechanized
mechanize
mechan



























