LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Malt whiskey
/mˈɒlt wˈɪskɪ/
/mˈɑːlt wˈɪski/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "malt whiskey"
Malt whiskey
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
whiskey distilled in Scotland; especially whiskey made from malted barley in a pot still
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
malt sugar
malt liquor
malt
mals
malraux
malt whisky
malta fever
malted
malted milk
maltese
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App