Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Malaria
01
ελονοσία
a potentially fatal disease normally transmitted to humans through the bite of an infected Anopheles mosquito
Παραδείγματα
He contracted malaria during his trip to the tropical region and had to be treated immediately.
Παρασύρθηκε από ελονοσία κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στην τροπική περιοχή και έπρεπε να αντιμετωπιστεί αμέσως.
The health organization distributed mosquito nets to help prevent the spread of malaria.
Ο οργανισμός υγείας μοίρασε κουνουπιέρες για να βοηθήσει στην πρόληψη της εξάπλωσης της ελονοσίας.



























