Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
local post office
/lˈoʊkəl pˈoʊst ˈɑːfɪs/
/lˈəʊkəl pˈəʊst ˈɒfɪs/
Local post office
01
τοπικό ταχυδρομείο, ταχυδρομικό γραφείο της περιοχής
a local branch where postal services are available
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
τοπικό ταχυδρομείο, ταχυδρομικό γραφείο της περιοχής